- υδρότροχος
- [идротрохос] ουσ.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
υδροτροχός — ο, Ν 1. μηχανική κατασκευή παραγωγής ενέργειας από ρεύμα νερού ή υδατόπτωση, αποτελούμενη από τροχό με πτερύγια στερεωμένα στην περιφέρειά του 2. είδος τροχού που φέρει μικρούς κάδους στα πτερύγιά του, με τους οποίους επιτυγχάνεται η άντληση… … Dictionary of Greek